By Carina
Είναι κάποιες στιγμές που νιώθεις ότι η έμπνευση στερεύει. Οι στιγμές όμως τείνουν να γίνουν μέρες, και οι μέρες εβδομάδες, και οι εβδομάδες μήνες. Κι όλο σου έρχονται ιδέες, και όλο αρχίζεις να γράφεις, και ο ενοχλητικός κέρσορας αναβοσβήνει σαν το χαλασμένο φανάρι που θέτει τις οδηγικές σου ικανότητες επί τάπητος και ασφάλτου. Μια μέρα λοιπόν αρχίζει να σκοτεινιάζει, κι ακούς ότι στην Καλαμάτα έβρεχε για δύο ώρες, και στην Άρτα "πλημμύρισε ο τόπος", ενώ στην Αθήνα συννεφιάζει αισθητά. Έτσι σκέφτεσαι ότι ο άνθρωπος είναι ανώμαλος κυκλοθυμικός διπολικός, ή τουλάχιστον από όλους τους ανθρώπους εγώ, γιατί δε με πειράζει καθόλου, αντίθετα γεννάται η διάθεση να γράψω ασυνάρτητα απεριόριστα αόριστα. Όσο κι αν αγαπώ τη θάλασσα, τη ζέστη, το καλοκαίρι, αυτή η γλυκιά μελαγχολία του φθινοπώρου, με τις σταγόνες που λερώνουν το τζάμι με μια ιδιαίτερη καλλιτεχνικότητα, μου θυμίζει άλλες εποχές, σαν αυτές στις οποίες θα ταίριαζα περισσότερο, χωρίς να μπορώ ωστόσο να τις προσδιορίσω. Η σχολική τσάντα, τα καινούρια βιβλία, τα μαθήματα χωρίς διάβασμα, οι ελαστικές πρώτες μέρες...το μαύρισμα που φθίνει σταδιακά χωρίς να σε νοιάζει γιατί θυμάσαι ξανά τα μποτάκια και τα μπλουζάκια με τους ταράνδους... Κάπως έτσι καταλήγω γραφική σαν όλους εκείνους που εύχονται καλό χειμώνα, με το που μπει ο Αύγουστος, ή ακόμα χειρότερα "καλό υπόλοιπο καλοκαιριού" λες και το καλοκαίρι είναι στρατός, θητεία, ή πρακτική.
Η νωχελικότητα και ραθυμία (και όλες αυτές οι λέξεις που θυμίζουν κείμενα εποχής και Χέμινγουεϊ, καλοκαίρια στον αμερικάνικο Νότο, από αυτά που βλέπουμε στις ταινίες μόνο) αποβλακώνει το μυαλό και κουκουλώνει ασφυκτικά την έμπνευση. Αχ ήλιε, μη βγαίνεις τώρα, δε σκοπεύω να πάω στη θάλασσα σήμερα, άσε με να απολαύσω λοιπόν αυτό το αίσθημα του ξεπλύματος, λόγω-της-απουσίας-καλύτερης-λέξης, από τη θερινή υπνηλία, για να μην πω υγρασία, ιδρώτα, και αίσθημα αντιπάθειας για τον εαυτό, ή μάλλον για το σώμα που προβάλλει τις αδυναμίες του περίτρανα και ένδοξα με παραπάνω από έναν τρόπους.
Θα μου άρεσε να περνάω τις μέρες μου χωμένη στις λέξεις, διαβάζοντας για εμπειρίες άλλων ανθρώπων, πραγματικές ή φανταστικές, μα κάτι τέτοιο μοιάζει δύσκολο, αδύνατο, μα κυρίως αδυναμία...υπεκφυγή. Θυμάμαι τα καταπράσινα δάση του χωριού και με πιάνει μια ιδιαίτερη νοσταλγία. Είναι ανόητο σκέφτομαι, δεν έχω περπατήσει ποτέ στα δύσβατα μονοπάτια τους, και άλλωστε φοβάμαι τα έντομα και τα ερπετά. Κυρίως τις αράχνες, και φυσικά τα φίδια. Όμως μόνο εκεί μπορείς να αφεθείς στο τίποτα (αέρας) και τα πάντα (φύση). Τι ποιητικό.
Όλοι εκείνοι που γράφουν, δεν ξέρω γιατί γράφουν. Για τους άλλους? Για τον εαυτό τους? Για να μην ξεχάσουν? Για να μοιραστούν? Ή απλά και μόνο για να νιώσουν ότι η μέρα είχε κάτι ξεχωριστό και ανεξίτηλο...αντίθετα από τη ζωή που τους προσπερνάει. Να, σαν το λεωφορείο που μόλις έχασες.
Είναι φοβερό. Είναι μια φοβερή αηδία.
Sometimes finding the light means you must pass through the deepest darkness