Κυριακή 18 Σεπτεμβρίου 2011

Ο Πρωτάρης

By Carina

...New shoes always hurt...
(όπως λέμε, κάθε αρχή και δύσκολη)


Μπήκαμε χτες το βράδυ σε έναν ταξιτζή πρωτάρη. Εγώ δεν είμαι κι άνθρωπος που έχει φάει τα ταξί με το κουτάλι (σε αντίθεση με τα λεωφορεία...) αλλά δεν είχα μπει ποτέ ξανά σε καινούριο, ολόφρεσκο, να σπαρταράει στο τιμόνι, ταξιτζή. Η ιστορία γνωστή: είχε μείνει άνεργος, λεφτά γιοκ, ζωή γιοκ, σχέση γιοκ, οπότε για να μην γιοκ κι εκείνος, είπε να στραφεί στην γνωστή λύση. Δεν ήξερε λοιπόν, καθόλου το Παγκράτι, ούτε τη Φρύνης, ούτε την Υμηττού, ούτε πως είχε σταματήσει σε πιάτσα έξω από τα Village. Από τον Κορυδαλλό ξεκίνησε (από την Πόλη έρχομαι που λένε...) και βρέθηκε τυχαία σε μια περιοχή που δεν ήξερε καθόλου. Λοιπόν, αυτός ο άνθρωπος όχι απλά ήταν ψαρωμένος (όπως όλοι σε μια καινούρια δουλειά) αλλά μάλλον δεν το πολυ-είχε και με την οδήγηση. Γι'αυτό και το αφεντικό του του είχε δώσει ένα παλιό αυτοκίνητο...Σου λέει, να μου το χτυπήσει και να τρέχω? Ας πάρει το σαράβαλο κι ο Μερσεντές βοηθός! Λοιπόν, το αυτοκίνητο μούγκριζε (ήθελε αλλαγή ταχύτητας) και λίγο το είχε για να σβήσει (τι ντροπή!)...κι εγώ σκεφτόμουν ότι κάτι μέσα μου μου έλεγε να μην πάρουμε το δικό του ταξί, ώσπου αντιλήφθηκα την υποσυνείδητη δράση των στερεοτύπων, τα οποία μας οδηγούν στο καινούριο, το γυαλιστερό, το προσεγμένο τελοσπάντων, γιατί το παλιό ίσον εγκατάλειψη ίσον κίνδυνος. Όλα αυτά σκεφτόμουν όσο ο Θ. του εξηγούσε τον κώδικα των ταξιτζήδων (υπάρχει τέτοιο πράγμα?) κι εγώ κοίταζα με ένα βλέμμα ΝΑ! τα στενά, μην πεταχτεί κανένας και μας εκτοξεύσει σε καμιά πλατεία. Φτάσαμε σώοι κι αβλαβείς αλλά μου έμεινε πόσο πρωτάρης φαινόταν αυτός ο άνθρωπος. Σχεδόν τον λυπόσουν, σαν να ήταν χαμένος σε έναν κόσμο που τρέχει (ειρωνεία) πολύ γρήγορα..."μα να πηγαινοφέρνω όλη μέρα (και νύχτα) ανθρώπους μέσα σε ένα αυτοκίνητο? πόσο χαζό ακούγεται! κι αυτό θα το κάνω όλη μέρα, από εδώ και πέρα?? δεν γίνεται, ονειρεύομαι..." Να σαν αυτά τα όνειρα, που βλέπεις ότι πηγαίνεις σχολείο ξανά κι ουρλιάζεις "μα έχω τελειώσει πανεπιστήμιο, πώς γίνεται να έχω ξανά σχολείο;;", αλλά σε πραγματικό, δηλαδή χωρίς το ουφ-ήταν-απλά-ένα-όνειρο feeling ανακούφισης. Ε όλα αυτά τα λίγα σκεφτόμουν στη σύντομη διαδρομή των 3,10Ε κι ευχήθηκα να μην χρειαστεί να πάρω ποτέ ξανά ταξί ξαναπέσω σε πρωτάρη γιατί μου θυμίζει όλα αυτά τα πρωινά της μέχρι τώρα ζωής μου που σηκώνομαι και η φωνή μέσα στο κεφάλι μου ουρλιάζει "δε θέλωωωωωω, σε παρακαλώωωωω, μην μου το κάνεις αυτόοοο", αλλά παίρνω μια βαθιά ανάσα, της λέω να σκάσει πρωινιάτικα, και κάνω αυτό που πρέπει να κάνω.

It is what it is. As long as it is not pointed out by someone else.


PS: Να, τώρα το κεφάλι μου φταίει που φωνάζει "Πώς πέρασεεεεε έτσι πάλιιιι το Σαββατοκύριακοοοοο..." ?

Τρίτη 13 Σεπτεμβρίου 2011

Η καινούρια σου πρόθεση

By Carina


Ζεις σε έναν ελεύθερο κόσμο. Μπορεί να έχεις παράπονο που αυτός ο κόσμος λέγεται Αθήνα, κι όχι Παρίσι, ή Λονδίνο, ή Νέα Υόρκη, αλλά παρ'όλα αυτά είναι ένας ελεύθερος κόσμος. 

Δύει, έχεις ανοιχτό το παράθυρο και ακούς τις φωνές. Τα παιδιά, τους γονείς, το λεωφορείο. Φυσάει λιγάκι, κι ο ήλιος δύει νωρίτερα. Φθινοπωριάζει. 

Τα δίδυμα απέναντι μεγάλωσαν. Κλείνουν τα 4. Πριν 4 χρόνια, καθόσουν πάλι σε αυτό το ξύλινο πάτωμα και διάβαζες. Έχει πλάκα να βλέπεις πώς (ότι) περνάει η ζωή. Το καταλαβαίνεις από τους άλλους, όχι από τον εαυτό σου. Στους άλλους βλέπεις την εξέλιξη. Σε σένα μόνο τις μέρες, την μία μέρα μετά την άλλη, την κουραστική ρουτίνα, τον χρόνο που τελειώνει. Και δε θέλεις να σε δει κανένας να κλαις, γιατί μόλις διάβασες ότι είναι μύθος πως αν τα κρατάς όλα μέσα σου, κάνεις κακό στον εαυτό σου. Είναι πολύ προσωπική άλλωστε, η στιγμή που κλαις. 

Η μέρα πέρασε, δε θες να κάνεις ξανά τα ίδια. Θες να ξαπλώσεις στο πάτωμα το ηλιοβασίλεμα και να αφήσεις την ανάσα σου να γίνει ένα με τα γέλια και τις φωνές.  Δε θες να δύσει ο ήλιος, δε σου αρέσει η νύχτα. Δεν σε κρατάει τίποτα μέσα το απόγευμα, μα όταν νυχτώσει, θέλεις να κλείσεις τα μάτια και να κοιμηθείς.

Ειρωνεία...εκεί που βροντοφωνάζει το γέλιο, μπορεί να ψιθυρίζει το δάκρυ. 

Πόσο γρήγορα περνάνε τα χρόνια σε αυτό το κρεβάτι. Στριφογυρίζοντας, διαβάζοντας, με το κοντρολ στο χέρι, πονώντας, φωνάζοντας, σιωπώντας... Κι όμως, στο τέλος της ημέρας, είναι ένα μέρος όπου πάντα θα γυρνάς.

Δύει...έδυσε..."Πρόσεχε!", φωνάζει ο πατέρας στο παιδί, και το παιδί τον αγνοεί. 

Οι φωνές σβήνουν. Έχει ακόμα κουνούπια. Έχει ακόμα επαναλήψεις. Κι όμως ο δρόμος αδειάζει. Έχεις σχολείο αύριο...

Το παράθυρο μένει ανοιχτό κι αφουγκράζεται τα φύλλα που πέφτουν. Θυμάσαι το άγουρο πρωινό που φύσηξε κι άδειασε ένα δέντρο στα πόδια σου.

Νύχτωσε. Τικ...Τακ...

Ωραία η καινούρια σου πρόθεση.